demandeur d'emploi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

demandeur d'emploi → δείτε τις λέξεις demandeur και emploi

Έκφραση[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
demandeur d'emploi demandeur d'emplois

demandeur d'emploi (fr) αρσενικό

  • αυτός που έχει εγγραφεί στις λίστες των ανέργων, αυτός που ψάχνει για μια θέση

Συνώνυμα[επεξεργασία]