demarcação
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
demarcação (pt) θηλυκό (πληθυντικός demarcações)
demarcação (pt) θηλυκό (πληθυντικός demarcações)