Μετάβαση στο περιεχόμενο

demarcações

Από Βικιλεξικό

Πορτογαλικά (pt)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

demarcações (pt) θηλυκό