Μετάβαση στο περιεχόμενο

demeanor

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
demeanor demeanors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

demeanor (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο, αμερικανική γραφή)

  • η στάση, το φέρσιμο, ο τρόπος που φαίνεται ή συμπεριφέρεται κάποιος
      The students were intimidated by the principal’s stern demeanor.
    Οι μαθητές ήταν πτοημένοι από την αυστηρή στάση του διευθυντή.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]