demeanor
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
demeanor | demeanors |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]demeanor (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο, αμερικανική γραφή)
- η στάση, το φέρσιμο, ο τρόπος που φαίνεται ή συμπεριφέρεται κάποιος
- ⮡ The students were intimidated by the principal’s stern demeanor.
- Οι μαθητές ήταν πτοημένοι από την αυστηρή στάση του διευθυντή.
- ⮡ The students were intimidated by the principal’s stern demeanor.