demeurer
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- demeurer < παλαιά γαλλική demeurer < λατινική demorari < demoror
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]demeurer (fr)
- κατοικώ, διαμένω, μένω
- επιμένω, παραμένω σταθερός
- (μεταφορικά) υπολείπομαι