Μετάβαση στο περιεχόμενο

demise

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

demise (en)

  1. μεταβίβαση ενός ακινήτου, συνήθως για κάποια χρόνια, έναντι χρηματικόυ αντιτίμου
  2. η μεταβίβαση αξιώματος ή τίτλου σε έναν διάδοχο
  3. θάνατος, τελευτή (και μεταφορικά)

demise (en)

  1. κληροδοτώ
  2. πεθαίνω