demolish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας demolish
γ΄ ενικό ενεστώτα demolishes
αόριστος demolished
παθητική μετοχή demolished
ενεργητική μετοχή demolishing

Ρήμα[επεξεργασία]

demolish (en)

  1. γκρεμίζω, καταστρέφω ένα κτίριο
    I demolish an old house.
    Γκρεμίζω ένα παλιό κτίριο.
     συνώνυμα:  knock down, pull down και tear down
  2. ανατρέπω (π.χ. θεωρίες)

Πηγές[επεξεργασία]