demonstracja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική demonstracja demonstracje
γενική demonstracji demonstracji(/demonstracyj)
δοτική demonstracji demonstracjom
αιτιατική demonstrac demonstracje
οργανική demonstrac demonstracjami
τοπική demonstracji demonstracjach
κλητική demonstracjo demonstracje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

demonstracja (pl) θηλυκό

  1. η διαδήλωση
  2. η απόδειξη

Συγγενικά[επεξεργασία]