Μετάβαση στο περιεχόμενο

demonstration

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: démonstration
      ενικός         πληθυντικός  
demonstration demonstrations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
demonstration < demonstrate + -ion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

demonstration (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επίδειξη, η παρουσίαση, η ενέργεια του επιδεικνύω
      a demonstration of military force - επίδειξη δυνάμεως
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη display
  2. η διαδήλωση