Μετάβαση στο περιεχόμενο

denigrate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας denigrate
γ΄ ενικό ενεστώτα denigrates
αόριστος denigrated
παθητική μετοχή denigrated
ενεργητική μετοχή denigrating

denigrate (en) (επίσημο)

  • κακολογώ, επικρίνω κάποιον ή κάτι άδικα· μειώνω, λέω ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει καμία αξία ή δεν είναι σημαντικό
      It’s not right to denigrate someone without knowing the whole truth.
    Δεν είναι σωστό να κακολογείς κάποιον χωρίς να ξέρεις όλη την αλήθεια.
      Don't denigrate your achievements.
    Μη μειώνεις τα επιτεύγματά σου.
     συνώνυμα: belittle,  και δείτε τις λέξεις degrade και slander