dental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dental (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dental (fr) αρσενικό (πληθυντικός dentaux), dentale θηλυκό (πληθυντικός dentales)
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dental (de)