dentier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dentier | dentiers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dentier (fr) αρσενικό
- η μασέλα
ενικός | πληθυντικός |
dentier | dentiers |
dentier (fr) αρσενικό