Μετάβαση στο περιεχόμενο

dentifrice

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dentifrice < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɑ̃.ti.fʁis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dentifrice dentifrices

dentifrice (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]