departure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
departure | departures |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]departure (en)
- η αναχώρηση
- ↪ There has been a notable delay in the departure of the train.
- Σημειώθηκε κάποια επιβράδυνση στην αναχώρηση του τρένου.
- ↪ There has been a notable delay in the departure of the train.