dependence
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dependence (en)
- εξάρτηση (η κατάσταση κατά την οποία είσαι εξαρτημένος από κάποιον ή κάτι για την ικανοποίηση των αναγκών σου)
- εξάρτηση από μια ουσία
- βλέπε και addiction