dependency
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dɪˈpɛndənsi/ (βρετανικό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dependency (en)
- εξάρτηση
- κτήση, εξαρτημένη περιοχή (που ανήκει κάπου)
- (πληροφορική) βιβλιοθήκη (library), πρόγραμμα ή γενικότερα προκατασκευασμένος κώδικας, που είναι απαραίτητος για την λειτουργία ενός προγράμματος
- ※ Program A uses program B. A depends on B. B is A's dependency.
- «Το πρόγραμμα Α χρησιμοποιεί το πρόγραμμα Β. Το Α εξαρτάται από το Β. Το Β είναι εξάρτηση του Α»
- ※ Program A uses program B. A depends on B. B is A's dependency.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
dependency στην αγγλική Βικιπαίδεια
