dependency

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɪˈpɛndənsi/ (βρετανικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dependency (en)

  1. εξάρτηση
  2. κτήση, εξαρτημένη περιοχή (που ανήκει κάπου)
  3. (πληροφορική) βιβλιοθήκη (library), πρόγραμμα ή γενικότερα προκατασκευασμένος κώδικας, που είναι απαραίτητος για την λειτουργία ενός προγράμματος
    ※  Program A uses program B. A depends on B. B is A's dependency.
    «Το πρόγραμμα Α χρησιμοποιεί το πρόγραμμα Β. Το Α εξαρτάται από το Β. Το Β είναι εξάρτηση του Α»

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • dependency στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια