dependiĝinta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dependiĝinta | dependiĝintaj |
αιτιατική | dependiĝintan | dependiĝintajn |
dependiĝinta (eo)
- εξαρτημένος, που έχει εξαρτηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- dependighinta στο H-sistemo
- dependigxinta στο X-sistemo