depiction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
depiction | depictions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]depiction (en) (μάλλον επίσημο)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποτύπωση, η παράσταση, η πράξη της έκφρασης κάποιου ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο με λέξεις ή εικόνες
- ↪ Every poll is a depiction of the moment.
- Κάθε δημοσκόπηση είναι μια αποτύπωση της στιγμής.
- ↪ a graphic depiction of economic developments - μια γραφική παράσταση των οικονομικών εξελίξεων
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη representation
- ↪ Every poll is a depiction of the moment.
Πηγές
[επεξεργασία]- depiction - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 663. ISBN 9780194325684., λήμμα: παράσταση