deprecated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdɛp.ɹɪ.keɪt.ɪd/ & /ˈdɛp.ɹə.keɪt.ɪd/ (βρετανικό)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

deprecated (en)

Επίθετο[επεξεργασία]

deprecated (en)

  1. αποδοκιμαζόμενος, μη αποδεκτός
  2. (πληροφορική) όρος, συνάρτηση, κλπ. που είναι υπό κατάργηση, αλλά χρησιμοποιείται ακόμη και συστήνεται η μη χρήση του λόγω του ότι μπορεί να καταργηθεί οποτεδήποτε στο μέλλον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]