depress
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | depress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | depresses |
αόριστος | depressed |
παθητική μετοχή | depressed |
ενεργητική μετοχή | depressing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- depress < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική depressen < παλαιά γαλλική depresser < λατινική dēpressus. (μαρτυρείται από το 14o αιώνα)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
depress (en)
- (επίσημο) το να πατάω, πιέζω κάτι προς τα κάτω ή να χαμηλώνω, κατεβάζω κάτι
- το να καταθλίβω κάποιον
- (οικονομία) το να προκαλέσω οικονομική ύφεση ή μείωση σε τμήματα της οικονομίας
- το να μειώνω, ταπεινώνω, υποτιμώ κάποιον
- ≈ συνώνυμα: abase, bring down, humble, lower
- (μαθηματικά) το να μειώσω μια εξίσωση σε μικρότερο βαθμό
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- depress - Cambridge Dictionary online
Κατηγορίες:
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'wish' (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)