derivative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
derivative (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
derivative (en)
- (γραμματική) το παράγωγο, η παράγωγη λέξη
- (μαθηματικά) η παράγωγος (συνάρτηση)
- (οικονομία) το παράγωγο (προϊόν), επενδυτικό προϊόν υψηλού ρίσκου