descend upon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας descend upon
γ΄ ενικό ενεστώτα descends upon
αόριστος descended upon
παθητική μετοχή descended upon
ενεργητική μετοχή descending upon

Ετυμολογία [επεξεργασία]

descend upon < → δείτε τις λέξεις descend και upon

Ρήμα[επεξεργασία]

descend upon (en)

  • πέφτουν πάνω κάπου, πολλοί άνθρωποι επισκέπτονται κάπου
    The pirates descended upon the island.
    Οι πειρατές πέσανε πάνω στο νησί.

Πηγές[επεξεργασία]