descendance
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- descendance < descendre
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
descendance | descendances |
descendance (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η καταγωγή
- οι απόγονοι