Μετάβαση στο περιεχόμενο

descendance

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
descendance < descendre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
descendance descendances

descendance (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η καταγωγή
  2. οι απόγονοι

Αντώνυμα

[επεξεργασία]