descendance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- descendance < descendre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
descendance | descendances |
descendance (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η καταγωγή
- οι απόγονοι