descendente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
descendente | descendentes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
descendente (pt)
- ο απόγονος
Επίθετο[επεξεργασία]
descendente (pt)
- ο σχετικός με τον απόγονο, αυτός που έχει σχέση απογόνου, κατιούσα συγγένεια
- το κατηφορικό, η κατιούσα πορεία, η κατιούσα σειρά