descendente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

descendente (pt) < descender

ενικός πληθυντικός
descendente descendentes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

descendente (pt)

  1. ο απόγονος

Επίθετο[επεξεργασία]

descendente (pt)

  1. ο σχετικός με τον απόγονο, αυτός που έχει σχέση απογόνου, κατιούσα συγγένεια
  2. το κατηφορικό, η κατιούσα πορεία, η κατιούσα σειρά