descendente
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
descendente | descendentes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]descendente (pt)
- ο απόγονος
Επίθετο
[επεξεργασία]descendente (pt)
- ο σχετικός με τον απόγονο, αυτός που έχει σχέση απογόνου, κατιούσα συγγένεια
- το κατηφορικό, η κατιούσα πορεία, η κατιούσα σειρά