Μετάβαση στο περιεχόμενο

descuartizar

Από Βικιλεξικό

Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
descuartizar des- + cuarto + -izar

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d̪es.kwaɾ.t̪iˈθaɾ/ (Ισπανία)
ΔΦΑ : /d̪es.kwaɾ.t̪iˈsaɾ/ (Λατινική Αμερική)

descuartizar (es)

  1. (μεταβατικό) τεμαχίζω
  2. (μεταβατικό) διαμελίζω
      2013 - Descuartizar τύπος: Carrasco, Jesús [Καρράσκο, Χεσούς], Intemperie [Στην ίπαιθρο], ed. Barcelona, Seix Barral [εκδ. Βαρκελώνη, Seix Barral], 2013.
      El viejo esperaba de él que eviscerase al animal y que luego lo descuartizase tal y como él había hecho antes con el conejo y la rata.
    παράδειγμα  Ο γέρος περίμενε απ’ αυτόν να αφαιρέσει τα σπλάχνα του ζώου και ύστερα να το διαμελίσει, όπως είχε κάνει πριν με το κουνέλι και τον αρουραίο.