desiderative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

desiderative (en)

  • εφετικός (όρος γλωσσολογικός για τα εφετικα ρήματα κυρίως της αρχαίας ελληνικής και της σανσκριτικής)