designer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
designer (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- designer < design
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
designer | designers |
designer (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ντιζάινερ, o σχεδιαστής
- (κατ’ επέκταση) ντεκορατέρ που ακολουθεί το στυλ design