designer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: désigner

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

designer (en)

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

designer < design

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
designer designers

designer (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο ντιζάινερ, o σχεδιαστής
  2. (κατ’ επέκταση) ντεκορατέρ που ακολουθεί το στυλ design