desirability

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
desirability < desire + -ability

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

desirability (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)

  1. το επιθυμητό
    ⮡  Politics is the art of feasibility, not of desirability.
    Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού.
  2. η ελκυστικότητα, το σεξαπίλ
    ⮡  sexual desirability - σεξουαλική ελκυστικότητα