desirability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]desirability (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- το επιθυμητό
- ⮡ Politics is the art of feasibility, not of desirability.
- Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού.
- ⮡ Politics is the art of feasibility, not of desirability.
- η ελκυστικότητα, το σεξαπίλ
- ⮡ sexual desirability - σεξουαλική ελκυστικότητα