desirability
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]desirability (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- το επιθυμητό
Politics is the art of feasibility, not of desirability.
- Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού.
- η ελκυστικότητα, το σεξαπίλ
sexual desirability - σεξουαλική ελκυστικότητα