desirable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: désirable

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός desirable
συγκριτικός more desirable
υπερθετικός most desirable

Ετυμολογία [επεξεργασία]

desirable < desire + -able

Επίθετο[επεξεργασία]

desirable (en)

  • (επίσημο) επιθυμητός, ποθητός, αυτό που θα ήθελα να έχω ή να κάνω· που αξίζει να έχω ή να κάνω
    a distinction between desirable and attainable goals - διάκριση επιθυμητών και εφικτών στόχων

Πηγές[επεξεργασία]