desordem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
desordem (pt) < des- και ordem
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
desordem (pt) θηλυκό