despertador
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
despertador | despertadores |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
despertador (es) αρσενικό
- το ξυπνητήρι
- ↪ Pon el despertador a las siete. - Βάλε το ξυπνητήρι στις εφτά.