despertador
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| despertador | despertadores |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]despertador (es) αρσενικό
- το ξυπνητήρι
Pon el despertador a las siete. - Βάλε το ξυπνητήρι στις εφτά.
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| despertador | despertadores |
despertador (es) αρσενικό