despote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
despote | despotes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
despote (fr) αρσενικό
- ο δεσπότης
ενικός | πληθυντικός |
despote | despotes |
despote (fr) αρσενικό