dessiné
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dessiné | dessinés |
θηλυκό | dessinée | dessinées |
Επίθετο
[επεξεργασία]dessiné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dessiné | dessinés |
θηλυκό | dessinée | dessinées |
dessiné (fr)