dessinateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dessinateur < dessin
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dessinateur | dessinateurs |
θηλυκό | dessinatrice | dessinatrices |
dessinateur (fr)