Μετάβαση στο περιεχόμενο

destiny

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
destiny destinies

destiny (en)

  • το πεπρωμένο
      No one can escape their destiny.
    Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει το πεπρωμένο του.
      Do you believe in destiny?
    Πιστεύετε στο πεπρωμένο;