destiny
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
destiny | destinies |
destiny (en)
- το πεπρωμένο
- ⮡ No one can escape their destiny.
- Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει το πεπρωμένο του.
- ⮡ Do you believe in destiny?
- Πιστεύετε στο πεπρωμένο;
- ⮡ No one can escape their destiny.