destructible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
destructible | destructibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
destructible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να καταστραφεί
ενικός | πληθυντικός |
destructible | destructibles |
destructible (fr) αρσενικό ή θηλυκό