desvantagem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
desvantagem | desvantagens |
desvantagem (pt) θηλυκό
- το μειονέκτημα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
desvantagem | desvantagens |
desvantagem (pt) θηλυκό