detest
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | detest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | detests |
αόριστος | detested |
παθητική μετοχή | detested |
ενεργητική μετοχή | detesting |
Ρήμα
[επεξεργασία]detest (en) (όχι στα continuous tenses)
- απεχθάνομαι, σιχαίνομαι
- ⮡ I detest our boss.
- Απεχθάνομαι το αφεντικό μας.
- ⮡ I detest liars/having to get up early.
- Σιχαίνομαι τους ψεύτες/να σηκώνομαι νωρίς.
- ⮡ I detest our boss.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη hate