Μετάβαση στο περιεχόμενο

detest

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας detest
γ΄ ενικό ενεστώτα detests
αόριστος detested
παθητική μετοχή detested
ενεργητική μετοχή detesting

detest (en) (όχι στα continuous tenses)

  • απεχθάνομαι, σιχαίνομαι
      I detest our boss.
    Απεχθάνομαι το αφεντικό μας.
      I detest liars/having to get up early.
    Σιχαίνομαι τους ψεύτες/να σηκώνομαι νωρίς.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη hate