Μετάβαση στο περιεχόμενο

dev

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dev:  δείτε κάτω από τους ορισμούς 

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

dev (en) συντομογραφία, πληθυντικός: devs

  1. κατασκευαστής, πληροφορική: προγραμματιστής
    < περικοπή του developer
  2. ανάπτυξη, κατασκευή
    < περικοπή του development
  3. (πληροφορική, Unix) συσκευή
    < περικοπή του device

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dev (tr)

  1. ο γίγαντας
  2. ο κολοσσός
  3. (αργκό) ο μπάτσος (αστυνομικός)
  • dev - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • dev -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr