devastate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
devastate (en)
- καταστρέφω ολοκληρωτικά, ερειπώνω, ρημάζω
- προκαλώ σε κάποιον μεγάλη ανησυχία, ταραχή, θλίψη, τον διαλύω