devastate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

devastate (en)

  1. καταστρέφω ολοκληρωτικά, ερειπώνω, ρημάζω
  2. προκαλώ σε κάποιον μεγάλη ανησυχία, ταραχή, θλίψη, τον διαλύω