devin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- devin < παλαιά γαλλική devin < λατινική divinus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
devin (fr) αρσενικό (πληθυντικός devins)
- ο μάντης
devin (fr) αρσενικό (πληθυντικός devins)