Μετάβαση στο περιεχόμενο

devineresse

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

devineresse < devin

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
devineresse devineresses

devineresse (fr) θηλυκό