devolve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας devolve
γ΄ ενικό ενεστώτα devolves
αόριστος devolved
παθητική μετοχή devolved
ενεργητική μετοχή devolving

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɪˈvɒɫv/

Ρήμα[επεξεργασία]

devolve (en)

  1. αποκεντρώνω λειτουργικά και εκτελεστικά, παραχωρώ δικαιώματα δράσης σε ιεραρχικά κατώτερο
  2. εκφυλίζομαι