devolve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | devolve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | devolves |
αόριστος | devolved |
παθητική μετοχή | devolved |
ενεργητική μετοχή | devolving |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
devolve (en)
- αποκεντρώνω λειτουργικά και εκτελεστικά, παραχωρώ δικαιώματα δράσης σε ιεραρχικά κατώτερο
- εκφυλίζομαι