diérèse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diérèse | diérèses |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- diérèse < λατινική diaeresis < αρχαία ελληνική διαίρεσις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diérèse (fr) θηλυκό
- (ποίηση) διαίρεση, η ξεχωριστή προφορά δύο ήχων που κανονικά προφέρονται μαζί
- Des fiacres plus jolis
- Que des violoncelles
- Vous attendent au port
- Pour vous mettre à l'hôtel
- Στον δεύτερο στίχο, η λέξη violoncelle προφέρεται vi-o-lon-celles.
- (ιατρική) τυχαίος ή χειρουργικός χωρισμός ιστών