Μετάβαση στο περιεχόμενο

diabolique

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
diabolique diaboliques

Επίθετο

[επεξεργασία]

diabolique (fr)

  1. (θρησκεία) διαβολικός
  2. διαβολεμένος


Συγγενικά

[επεξεργασία]