Μετάβαση στο περιεχόμενο

diagonale

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
diagonale diagonales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diagonale (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]