Μετάβαση στο περιεχόμενο

dial

Από Βικιλεξικό

dial (en)

  1. σχηματίζω αριθμό τηλεφώνου και καλώ
  2. (μεταφορικά) ψάχνω πληροφορία μέσα από πολλά δεδομένα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dial (en)

  • ωρολόγια όψη, κυκλικό καντράν