dialectologue
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dialectologue | dialectologues |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dialectologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dialectologue | dialectologues |
dialectologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό