diaper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diaper | diapers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
diaper < παλαιά γαλλική diaspre
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diaper (en) (αμερικανικά αγγλικά)
- η πάνα
- ↪ He was squeamish about changing the baby’s diapers.
- Σιχαινόταν ν' αλλάξει τις πάνες του μωρού.
- ↪ He was squeamish about changing the baby’s diapers.