Μετάβαση στο περιεχόμενο

dictatorship

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dictatorship dictatorships

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dictatorship < dictator + -ship

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dictatorship (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η δικτατορία
      How did the transition from dictatorship to democracy happen?
    Πώς έγινε η μετάβαση από τη δικτατορία στην δημοκρατία;